- ἐγκαινίων
- ἐγκαίνιαfeast of renovationneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Βλαχέρνες — Όνομα ιδιαίτερα συνηθισμένο και δημοφιλές στους Βυζαντινούς. Χρησιμοποιήθηκε κυρίως ως επώνυμο της Παναγίας και παρετυμολογείται πιθανώς από τη φράση βάλε χέρι, που αναφέρεται στην προστασία της Παναγίας. Οι Βυζαντινοί χρονογράφοι μνημονεύουν… … Dictionary of Greek
May 11 (Eastern Orthodox liturgics) — May 10 Eastern Orthodox Church calendar May 12 All fixed commemorations below celebrated on May 24 by Old Calendarists Contents 1 Saints 1.1 Other commemorations 2 Notes … Wikipedia
Μακκαβαίοι — Ονομασία που δόθηκε στους γιους του Ματταθία, ιερέα της πόλης Μωδεΐν, και οργανωτή της ιουδαϊκής εξέγερσης εναντίον του Αντιόχου Δ’ του Επιφανούς, ο οποίος ήθελε να εξελληνίσει τους Εβραίους και να τους αναγκάσει να εγκαταλείψουν τη θρησκεία τους … Dictionary of Greek
αγκαίνιαστος — η, ο 1. αυτός που δεν εγκαινιάστηκε, ανεγκαινίαστος (για ναούς που δεν καθιερώθηκαν με την εκκλησιαστική τελετή τών εγκαινίων) 2. αυτός που δεν χρησιμοποιήθηκε ακόμη, αμεταχείριστος, καινούργιος (για ρούχα, δοχεία κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ.… … Dictionary of Greek
ανενθρονίαστος — ἀνενθρονίαστος, ον (Μ) (Εκκλ.) εκείνος που δεν έχει καθαγιαστεί με επίσημη τελετή εγκαινίων … Dictionary of Greek
ανενθρόνιστος — η, ο (Μ ἀνενθρόνιστος, ον) ψηφισμένος επίσκοπος ο οποίος δεν έχει ακόμη εγκατασταθεί με επίσημη τελετή ενθρόνισης νεοελλ. ηγεμόνας ο οποίος δεν έχει επίσημα ενθρονιστεί μσν. ναός ή προσκύνημα που δεν έχει αποδοθεί επίσημα στη λατρεία με τελετή… … Dictionary of Greek
βιβλιοθήκη — Δημόσια ή ιδιωτική συλλογή βιβλίων ή χειρογράφων, οργανωμένη με σκοπό τη διατήρησή τους ή τη διευκόλυνση των αναγνωστών να τα συμβουλεύονται και να τα μελετούν. Ο όρος σημαίνει επίσης και τον τόπο όπου φυλάσσονται τα βιβλία, αλλά και… … Dictionary of Greek
εγκαινίαση — η και εγκαινίασμα, το η τέλεση τών εγκαινίων, τα εγκαίνια … Dictionary of Greek
εγκαινιασμός — ο (για εκκλησία) η τελετή τών εγκαινίων … Dictionary of Greek
ενθρονισμός — και ενθρονιασμός, ο (AM ἐνθρονισμός) [ενθρονίζω] η άνοδος αρχιερέα ή ηγεμόνα στον θρόνο νεοελλ. εγκατάσταση και παραμονή ανεπιθύμητου ανθρώπου σ έναν χώρο μσν. 1. εγκαίνια εκκλησίας ή αγίας τράπεζας 2. τίτλος τών προσοδίων* τού Πινδάρου 3. βιβλίο … Dictionary of Greek